Απελευθέρωση του Δικηγορικού Λειτουργήματος ή Αλλοίωση του Θεσμού Απονομής Δικαιοσύνης;

Ιδιαίτερα επίκαιρο και καθημερινό είναι το θέμα του ανοίγματος των «κλειστών» λεγομένων επαγγελμάτων. Ανάμεσα δε στα επαγγέλματα αυτά η κυβέρνηση συμπεριλαμβάνει και το επάγγελμα του Δικηγόρου. Ήδη το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επιταχύνει την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου. Βεβαίως, το επάγγελμα του δικηγόρου κάθε άλλο παρά «κλειστό» είναι, αφού ο πτυχιούχος της Νομικής, μετά την άσκησή του προσέρχεται στις εξετάσεις χωρίς «numerus clausus» των θέσεων για τις οποίες πρόκειται να διαγωνισθεί. Έτσι, από την πλευρά αυτή, όχι μόνο δεν είναι κλειστό το επάγγελμα του Δικηγόρου αλλά ορθάνοιχτο. Για το λόγο αυτό υπάρχει και ο πληθωρισμός εκείνων που ασκούν τη δικηγορία. Σε σχέση με τους δικηγόρους η κυβέρνηση επιχειρεί να τοποθετήσει το «άνοιγμα» του επαγγέλματος στην κατάργηση των γεωγραφικών ορίων άσκησής του και στην κατάργηση των ελάχιστων προβλεπόμενων αμοιβών, υποστηρίζοντας, ότι, με τον τρόπο αυτό, θα ανοίξει ο ανταγωνισμός προς όφελος του πολίτη. Πριν προσεγγίσουμε το θέμα του, με τον τρόπο, αυτό «ανοίγματος» του επαγγέλματος του Δικηγόρου, θα πρέπει να περιγράψουμε τη θέση του δικηγόρου τόσο στο δικαιικό μας σύστημα όσο και στην ίδια την κοινωνία. Θα το κάνουμε όχι με δικές μας απόψεις αλλά με κρίσεις των ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας μας, οι οποίες, ως ερμηνεύουσες και εφαρμόζουσες τους ισχύοντες νόμους, ως ένα βαθμό είναι δεσμευτικές για την πολιτεία.

 

ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ

Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ετέθη το ζήτημα εάν στις διαφορές από δικηγορικές υπηρεσίες έχει εφαρμογή ο ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή. Επί του ζητήματος αυτού το ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να οριοθετήσει την έννοια, τη φύση και τη λειτουργία του δικηγορικού λειτουργήματος και έκρινε ότι:

«…Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13-19, 22, 26, 35, 38, 44, 47, 63, 92 και 201 παρ. 6 του ν.δ. 3026/54 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», συνάγεται ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, που διορίζεται, κατόπιν διαγωνισμού, με προεδρικό διάταγμα στην έδρα ορισμένου πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου ομνύει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του. Προάγεται σε δικηγόρο παρ’ Εφετείω και Αρείω Πάγω, ασκεί δε το λειτούργημά του χωρίς να υπόκειται "εις ουδεμίαν και καθ’ οιονδήποτε τρόπον προηγουμένην άδειαν οιασδήποτε αρχής" (άρθρο 44). Υποχρεούται να αναδέχεται κάθε υπόθεση δεκτική υπερασπίσεως που του ανατίθεται, ακόμη και όταν η ανάθεση αυτή χωρεί εξ επαγγέλματος και άνευ αμοιβής, είτε από το δικαστήριο (άρθρο 47 παρ. 4), είτε από το Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (άρθρο 201 παρ. 6). Στην παράγραφο 1 του άρθρου 63 ορίζεται ότι «είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του δικηγόρου η άσκησις ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίου και ιδία μεσιτείας, ως και πάσα εν γένει εργασία, υπηρεσία ή απασχόλησις, απάδουσα εις την αξιοπρέπειαν και ανεξαρτησίαν αυτού». Στην παράγραφο 7 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «συντρεχούσης περιπτώσεως ασυμβιβάστου τινός εκ των εν παρ. 1, 2 και 3 αναφερομένων, ο δικηγόρος οφείλει να παύση ασκών το λειτούργημα και δηλώση τούτο αμελλητί εις τον Δικηγορικόν Σύλλογον, προς διαγραφήν αυτού εκ του μητρώου»…Η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό, η μεν είσοδος στο δικηγορικό σώμα ακολουθεί το πρότυπο της εισόδου σε δημόσια υπηρεσία (διαγωνισμός, ορκωμοσία, προαγωγή), η δε άσκηση της δικηγορίας διέπεται από ειδικούς κανόνες (ασυμβίβαστα, πειθαρχική ευθύνη, εκπτώσεις, αμοιβές). …Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών, εκτιμώμενη τόσο από την πλευρά των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών, όσο και από την άποψη της ειδικής φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 2251/94 …» (ΑΠ (ολ) 18/1999).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 194 του Κώδικα περί Δικηγόρων, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου…, ενώ στο άρθρο 199 προβλέπεται, ότι στους δικηγορικούς συλλόγους και τα διοικητικά τους συμβούλια ανήκου:
α) η μέριμνα για την εν γένει αξιοπρέπεια των δικηγόρων και την απονομή από κάθε αρχή του οφειλομένου προς αυτούς σεβασμού κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους,
β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών που αφορούν στην βελτίωση της νομοθεσίας, στην ερμηνεία και την εφαρμογή της,
γ) η διατύπωση παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομή της δικαιοσύνης και
δ) η συζήτηση και η απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή τα μέλη του συλλόγου ως τοιαύτα ή ως επαγγελματική τάξη και επί παντός γενικοτέρου ζητήματος εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου.

Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 206 του ίδιου Κώδικα, έργο της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας είναι:
α. Η μελέτη και επεξεργασία θεμάτων σχετικών με τη νομοθεσία και τη νομολογία.
β. Η μέριμνα για ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης και την άσκηση της δικηγορίας.
γ. Η παρέμβαση σε ζητήματα εθνικής ή κοινωνικής σημασίας.
δ. Η δημιουργία και λειτουργία από την ίδια ή σε συνεργασία με άλλους, κρατικούς ή μη φορείς, τράπεζας νομικών πληροφοριών.
ε. Η εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος ενώπιον των αρχών, των διεθνών οργανισμών και των οργάνων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων.
στ. Η οργάνωση συνεδρίων των δικηγορικών συλλόγων της Χώρας.

Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 206Α του Κώδικα Δικηγόρων, «η ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων Ελλάδας οργανώνει κάθε τριετία τουλάχιστον πανελλήνιο συνέδριο, το οποίο σκοπό έχει τη λήψη αποφάσεων σε θέματα που αναφέρονται στη δικαιοσύνη, τη δικηγορία, τη νομοθεσία και νομολογία, καθώς και σε θέματα γενικότερου εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος…».

Επί πλέον το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε την ευκαιρία και αυτό να κρίνει σε σχέση με τη φύση και τη λειτουργία του δικηγορικού λειτουργήματος.

«…Το δικηγορικό επάγγελμα είναι μεν ελευθέριο επάγγελμα, έχει όμως παράλληλα και το χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, δηλαδή μιάς από τις τρεις θεμελιώδεις κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος κρατικές λειτουργίες (βλ. σχετικά και την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα συμμετοχή δικηγόρων στα ειδικά δικαστήρια των άρθρων 88 παρ. 2 και 99 παρ. 1)… Ενόψει της ανωτέρω φύσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και, ειδικότερα, της σημαντικής θεσμικά αποστολής των δικηγόρων περί την απονομή της δικαιοσύνης και την αποτελεσματική άσκηση του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια…», το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε νόμιμη και σύμφωνη με τις συνταγματική αρχή της ισότητας την απαγόρευση διορισμού ως Δικηγόρων αλλοδαπών που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, πλήν των πολιτών των κρατών των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣτΕ 204/2005, ΝοΒ 2005, σ. 791, ΝΟΜΟΣ). Και αυτό παρά το γεγονός ότι στους εν γένει αλλοδαπούς που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια παρέχεται μεν κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του Συντάγματος απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, αλλά δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα απολύτως και κάθε οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητά τους, ως απόρροια της κατοχυρούμενης με την προηγούμενη παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής ελευθερίας αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, η οποία, άλλωστε, μπορεί να υποβάλλεται από τον κοινό νομοθέτη σε περιορισμούς ακόμη και για τους έλληνες πολίτες. Επί πλέον, στο άρθρο 28 παρ. 1 του Κώδικα των Δικηγόρων ορίζεται ότι ο δικηγόρος που είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο του Συλλόγου υποχρεούται, κάθε έτος και μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου, να υποβάλλει στον Σύλλογο του οποίου είναι μέλος δήλωση που δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου και η οποία πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία: α) . . . β) βεβαίωση ότι ασκεί πραγματικά το δικηγορικό λειτούργημα διατηρώντας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 57, μόνος του ή μαζί με άλλο δικηγόρο γραφείο και γ) βεβαίωση ότι δεν υπάγεται στα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα που ορίζονται στα άρθρα 62, 63 και 80. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 31 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η μη εμπρόθεσμη υποβολή δηλώσεως που πληροί όλους τους όρους του άρθρου 28, καθώς και η υποβολή ανειλικρινούς δηλώσεως, συνεπάγεται την διαγραφή του δικηγόρου με απόφαση των επιτροπών μητρώου που προβλέπονται στο άρθρο 198. Τέλος, στο άρθρο 63, προβλέπεται ότι είναι ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δικηγόρου η άσκηση άλλης επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας, καθώς και κάθε έμμισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, επιτρέπεται όμως, κατ` εξαίρεση, στον δικηγόρο η από αυτόν παροχή καθαρά νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή, είτε ως δικαστικού ή νομικού συμβούλου είτε ως δικηγόρου, καθώς και η διδασκαλία μαθημάτων νομικών ή πολιτικών επιστημών. (ΣτΕ 3664/1996).

Ενόψει των ανωτέρω προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλει τον Δικηγόρο συμπράττοντα λειτουργό της Δικαιοσύνης και απέκλεισε τον δικηγόρο έμπορο ή επιχειρηματία. Στους δικηγορικούς συλλόγους και στα μέλη τους, ο νόμος ανέθεσε καθήκοντα πρωταγωνιστή με ουσιαστικό και πρωταρχικό λόγο τόσο στην οργάνωση όσο και στην απονομή της δικαιοσύνης. Ο Δικηγόρος – μέλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με αποφασιστική ψήφο, του οποίου οι αποφάσεις επιλύουν αντιτιθέμενες γνώμες των ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας και επέχουν ισχύ νόμου, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται όπως ο οποιοσδήποτε επαγγελματίας. Όχι από λόγους ρατσισμού ή υποτίμησης των άλλων επαγγελμάτων αλλά από τη φύση και τον προορισμό του δικηγορικού λειτουργήματος. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα προεκτεθέντα προσβάλλει ευθέως των πυρήνα της απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.

 

Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ - ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΑΠΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ. ΟΙ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ

Η απονομή της Δικαιοσύνης είναι ο κύριος πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα. Η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης είναι το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο σε κάθε δημοκρατική πολιτεία. Παράλληλα συμβάλλει αποφασιστικά στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου. Ο πολίτης θέλει ζωντανή, σύγχρονη και εξελισσσόμενη Δικαιοσύνη. Η πολιτεία οφείλει να του παρέχει όλα εκείνα τα εχέγγυα που θα τον κάνουν να αισθάνεται ότι «θα βρει το δίκιο του». Ότι δεν θα αδικηθεί. Ότι το σύστημα υπάρχει και λειτουργεί για να προστατεύσει τα δικαιώματά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε την υποχρεωτική παράσταση του πολίτη – διαδίκου ενώπιον των Δικαστηρίων (στις περισσότερες των υποθέσεων) δια ή μετά δικηγόρου. Δεν το έκανε από συντεχνιακούς λόγους εξυπηρέτησης μιας τάξης επαγγελματιών. Το έκανε ενσυνείδητα για να προστατεύσει το ίδιο τον πολίτη. Για να παγιώσει την ασφάλεια του δικαίου και να κατοχυρώσει τον ίδιο τον πολίτη από ταλαιπωρίες, περιπέτειες και φαλκίδευση των δικαιωμάτων του. Η άποψη ότι «εγώ δεν θέλω Δικηγόρο, μπορώ και μόνος μου» πέραν του ότι ακούγεται λαϊκίστικα και μόνο, συγκρίνεται με το δεν χρειάζομαι γιατρό, δεν χρειάζομαι φαρμακοποιό γιατί οι «παλαιοί που πήγαιναν σε πρακτικούς είχαν καλύτερη τύχη». Πέραν τούτων ενισχύει το φαινόμενο της παραδικηγορίας και της ανεύθυνης και κατά το δοκούν απονομής του δικαίου με όλες τις δυσμενείς για όλους συνέπειες.

Όμως και οι παραπάνω ισχυρισμοί έχουν τεθεί στη Δικαιοσύνη, η οποία ερμηνεύοντας τις Συνταγματικές επιταγές αλλά και τους διεθνείς κανόνες και συμβάσεις, έκρινε και αποφάσισε. Ενδεικτικά και μόνο παραθέτω την άποψη του Αρείου Πάγου σε παρόμοιους ισχυρισμούς.

«…Πραγματικά η διαδικασία ενώπιον των Πολιτικών Δ/ρίων, που κατά τα άνω υποχρεωτική είναι η παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο προϋποθέτει νομική κατάρτιση, την οποία έχει ο δικηγόρος και αν ο διάδικος παρίσταται αυτοπροσώπως τότε και τα ιδιωτικά του συμφέροντα διατρέχουν κίνδυνο και η διεξαγωγή της δίκης κατ΄ανάγκη χωλαίνει, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται οι σκοποί της δίκης και της εννόμου τάξεως γενικώτερα. Επομένως οι διατάξεις αυτές του Κ.Πολ.Δικ. και του Κώδικος Δικηγόρων, κατά το σκοπό τους, που συνάπτεται με τη λειτουργία των Δ/ρίων και την απονομή της Δικαιοσύνης δεν αναιρούν ούτε ανεπίτρεπτα περιορίζουν το ως άνω από το άρθρο 20 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα και έτσι δεν ευρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις αυτές (άρθρ. 20 του Συντάγματος και άρθρ. 6 παρ.1 και της Ε.Σ.Δ.Α.», αλλ` ούτε και με το καθιερούν το δικαίωμα του σεβασμού της περιουσίας άρθρ. 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. αφού η επιβάρυνση του διαδίκου με την πληρωμή αμοιβής είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για την αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων του παράστασης του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του Δ/ριου. Και είναι βέβαια αλήθεια ότι κατά το άρθρο 6 παρ.3 εδ.γ` της Ε.Σ.Δ.Α. και του προσθέτου εις αυτήν πρωτοκόλλου, «πας κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα όπως υπερασπίσει ο ίδιος εαυτόν ή αναθέσει την υπεράσπισή του εις συνήγορον της επιλογής του, εν η δε περίπτωσεις δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορον, να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης» πλην όμως, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη αυτή το δικαίωμα να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτόν του χωρίς δικηγόρο έχει ο διάδικος (κατηγορούμενος) στην ποινική και όχι την πολιτική δίκη.,..» (ΑΠ 550/2003 ΕλλΔνη 2004, σ. 1436, ΝΟΜΟΣ).

Οι ελάχιστες αμοιβές, που ο νόμος προβλέπει για κάθε δικαστική ή εξώδικη πράξη, δεν έχουν καθιερωθεί αυθαίρετα. Αντικατοπτρίζουν το κόστος των παρεχομένων νομικών υπηρεσιών. Δίνουν ταυτόχρονα τη δυνατότητα στον πολίτη της αξιοπρεπούς και με αξιώσεις δικαστικής του προστασίας. Δίνουν τη δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας των Δικηγορικών Συλλόγων για την επιτέλεση του θεσμικού τους ρόλου. Αποτελούν ταυτόχρονα βασική πηγή σύλληψης της φορολογητέας ύλης. Ενόψει δε του ρόλου του δικηγόρου, ως άμισθου δημόσιου λειτουργού, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση. Άραγε, θα μπορούσε να σταθεί και να λειτουργήσει ένα σύστημα Δικαιοσύνης όταν οι δικαστικοί λειτουργοί του δεν θα επιλέγοντο με συγκεκριμένα κριτήρια αλλά με μειοδοτική προσφορά σε σχέση με το ύψος του μισθού τους; Για να φανταστούμε, ακόμη, την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων με βάση το κριτήριο ποιος θα αξίωνε το μικρότερο μισθό. Κάποιοι μύωπες μπορεί να υποστηρίξουν ότι θα υπήρχε εξοικονόμηση χρημάτων. Όμως πράγματι θα υπήρχε; Ασφαλώς όχι. Και σε τελική ανάλυση θα υπήρχε αξιόπιστο κράτος;

 

Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ.

Με το άρθρο 44 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ορίζεται ότι ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, απαγορεύεται όμως σ’ αυτόν να δικηγορεί σε δικαστήρια που εδρεύουν εκτός της περιφέρειας του Συλλόγου, πλην των ρητών εξαιρέσεων των άρθρ. 56 και 57. Στην περίπτωση, που Δικηγόρος θελήσει να Σχετικά με την ικανότητα παράστασης στο Πρωτοδικείο ή το Ειρηνοδικείο, δικηγόρος είτε "παρά Πρωτοδίκαις" είτε "παρ` Εφέταις" είτε "παρ` Αρείω Πάγω" επιβάλλεται να συμπράξει, εάν επιθυμεί να παραστεί για πολιτική ή διοικητική υπόθεση σε Πρωτοδικείο περιφερείας άλλης από εκείνη όπου είναι διορισμένος, με δικηγόρο διορισμένο στο Πρωτοδικείο ενώπιον του οποίου του έχει δοθεί εντολή να παραστεί και υπερασπίσει υπόθεση (άρθρο 44).

«…Το άρθρο 54 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι "ο παρά Πρωτοδικείω δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργή τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον του παρ` ω διατελεί Πρωτοδικείω...." και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: "ο παρ` ω Εφετείω δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργή τας σχετικάς διαδικαστικάς πράξεις ενώπιον του παρ` ω διατελεί Εφετείου, ενώπιον του εν τη έδρα αυτού Πρωτοδικείου.... άπαντες δε οι δικηγόροι παρ` Εφετείω δικαιούνται να παρίστανται ενώπιον οιουδήποτε Πρωτοδικείου.... της περιφερείας του παρ` ω διατελούσι Εφετείου, ως και ενώπιον οιουδήποτε Εφετείου του Κράτους, εν συμπράξει όμως πάντοτε μετά δικηγόρου διατελούντος παρά τοις δικαστηρίοις τούτοις"…(ΑΠ 1100/2008, ΝΟΜΟΣ, Π 1696/2008, ΕπισκΕμπΔικ 2009, σ. 661, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1814/2006, ΝΟΜΟΣ).

Αν πρόκειται για ποινική ή εξώδικη υπόθεση (με την επιφύλαξη, ως προς τις εξώδικες, του άρθρου 42 ν.δ. 3026/1954), οιοσδήποτε δικηγόρος οιασδήποτε περιφέρειας έχει την ικανότητα να παρέχει τις νομικές υπηρεσίες του εκτός της περιφερείας του Πρωτοδικείου στο οποίο είναι διορισμένος και να παρίσταται ενώπιον παντός ποινικού δικαστηρίου της Χώρας, πλην του Αρείου Πάγου, υπό τον όρο του άρθρου 54 που αναφέρεται ανωτέρω, χωρίς τη σύμπραξη δικηγόρου διορισμένου σε Δικαστήριο όπου διεξάγεται η ποινική υπόθεση (άρθρο 56) ή λαμβάνει χώρα η εξώδικη υπόθεση.

Ο βασικός ισχυρισμός εκείνων που επιδιώκουν την κατάργηση των εδαφικών ορίων των Δικηγόρων, είναι ότι με τον τρόπο αυτό ο πολίτης έχει την δυνατότητα επιλογής του Δικηγόρου του σε οποιοδήποτε τόπο και απαλλάσσεται από την καταβολή αμοιβής για τη «νομιμοποίηση» του Δικηγόρου που επέλεξε σε άλλον, αρμόδιο κατά τόπο, Δικηγόρο. Όμως και ο ισχυρισμός αυτός είναι ανεπέρειστος και μόνο ως τυπική και μόνο δικολαβίστικη αιτιολογία μπορεί να προβληθεί. Με το ισχύουν σύστημα όχι μόνο δεν επιβαρύνεται ο πολίτης αλλά οφελείται και βεβαίως σε καμμία περίπτωση δεν στερείται της επιλογής του δικηγόρου της αρεσκείας του.

Η ανεξάρτητη Αρχή «Επιτροπή Ανταγωνισμού», μόνη θεσμικά αρμόδια στη χώρα μας να κρίνει τα του ελεύθερου ανταγωνισμού και τις πρακτικές νόθευσής του, η οποία απολαμβάνει ιδιαίτερης ανεξαρτησίας, επί των ιδίων ζητημάτων έχει με επάρκεια εξετάσει τον προναφερόμενο ισχυρισμό και έχει κρίνει:

«…Είναι γνωστό στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η αμοιβή του "νομιμοποιούντος" εξαντλείται στο ποσόν αυτό και ότι οι τυχόν εξαιρέσεις το μεν διώκονται και πειθαρχικώς το δε δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την κρίση επί της γενικής ισχύος των υπό κρίση ρυθμίσεων.

Το ποσόν αυτό το οποίο βαρύνει τελικά τον καταναλωτή, ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της πολιτικής ή διοικητικής υποθέσεως (για τις ποινικές δεν γίνεται λόγος κατά τα όσα προεξετέθησαν) και ορίζεται από Κοινή Υπουργική Απόφαση σε τακτά χρονικά διαστήματα ως το ποσόν της ελαχίστης υποχρεωτικώς προεισπραττομένης δικηγορικής αμοιβής υπό τον τίτλο Πίνακας Δικηγορικών Αμοιβών.

Εν προκειμένω ισχύει σχετικώς (Κ.Υ.Α. 1117864/2297/Α0012-ΦΕΚ 2422 Β/24.12.2007) πίνακας αμοιβών σχετικά με τις υποθέσεις ενώπιον Ειρηνοδικείων, Μονομελών Πρωτοδικείων. Πολυμελών Πρωτοδικείων, Εφετείων (Πολιτικών) Μονομελών και Τριμελών Πρωτοδικείων, Εφετείων (Διοικητικών) διότι προδήλως και εν όψει των προδιαλαμβανομένων ρυθμίσεων και διακρίσεων (βλπ. προηγούμενα 24.11, 24.12 και 24.18) ενώπιον τούτων διεξάγεται ο συντριπτικός μεγαλύτερος αριθμός δικών.

Τα ποσά που αναφέρονται για κάθε δικηγορική ενέργεια ενώπιον Δικαστηρίου αφορούν το ποσόν της ελαχίστης προεισπραττομένης δικηγορικής αμοιβής (γραμμάτιο προεισπράξεως). Για την κατά χρόνο απασχόληση ορίζεται ποσόν ελάχιστης αμοιβής 64 Ευρώ/ώρα.

Από τους πίνακες αυτούς τους οποίους έχει λάβει υπόψη η Επιτροπή προκύπτει ότι, ενδεικτικά, για υπόθεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος αντικειμένου από 44.021 έως 88.040 Ευρώ το ποσόν του γραμματίου προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής για τον ενάγοντα είναι [102 Ευρώ για την κατάθεση της αγωγής + 134 Ευρώ για την παράσταση + 171 για τις προτάσεις=] 407 Ευρώ για τον "νομιμοποιούντα" δικηγόρο του Πρωτοδικείου Χαλκίδος και ίσο ποσόν για τον επιζητούντα τη νομιμοποίηση και χειριζόμενο την υπόθεση δικηγόρο άλλου Πρωτοδικείου (π.χ. Αθηνών). Για τον εναγόμενο το αντίστοιχο ποσόν είναι 305 Ευρώ. Αλλά το ποσόν τούτο δεν κτάται από τον "νομιμοποιούντα" ακόπως ή δι` απλής προσελεύσεώς του προς νομιμοποίηση του συναδέλφου του όπως διατείνεται αναληθώς η καταγγελία.

Προϋποθέτει ότι ο "νομιμοποιών" έχει καταθέσει την αγωγή στη Γραμματεία του δικαστηρίου και λάβει την πράξη προσδιορισμού δικασίμου, έχει μεριμνήσει για τη λήψη αντιγράφων και, αν όχι πάντοτε, συνηθέστατα, μεριμνήσει για την επίδοση της αγωγής ενέργειες που αποτελούν δαπάνη αποτιμωμένου δικηγορικού χρόνου. Προϋποθέτει ακόμη ότι προσέρχεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλώνει παράσταση και, αν όχι πάντοτε, συνήθως, μετέχει ενεργώς στη διαδικασία ενώ, λόγω της φύσεως της λειτουργίας των "περιφερειακών" Πρωτοδικείων ως δικαστηρίων ολιγομελών, άρα όχι απρόσωπων, κοινωνιών ρυθμίζει, κατά τρόπο ευχερέστερο του προερχομένου από άλλο Πρωτοδικείο δικηγόρου, διαδικαστικά αλλ` όχι ασήμαντα ζητήματα (αιτήματα αναβολής, γνώση των επιτόπιων πρακτικών του Δικαστηρίου, συνεννοήσεις με τον "νομιμοποιούντα" τον δικηγόρο της αντιδίκου πλευράς κ.ά. πολλά). Προϋποθέτει τέλος ότι μετά την συζήτηση, και ενώ ο έχων έλθει από άλλο Πρωτοδικείο "νομιμοποιούμενος" δικηγόρος επιστρέφει ή έχει επιστρέψει στην έδρα του, λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων της αντιδίκου πλευράς, τα αποστέλλει στον συνάδελφο του του άλλου Πρωτοδικείου, παραλαμβάνει όσα έγγραφα ο συνάδελφος του επιθυμεί να προστεθούν στο φάκελλο καθώς και -ενδεχομένως- την προσθήκη-αντίκρουση, τα καταθέτει εντός της μετά τη συζήτηση προθεσμίας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, μεριμνά για την παρακολούθηση της υποθέσεως (επίδοση αποφάσεως), ενημερώνει τον νομιμοποιούμενο συνάδελφο του κ.ά. πολλά.

Είναι πρόδηλο ότι, στο παράδειγμα τούτο, ο "νομιμοποιούμενος" απαλλάσσεται της υποχρεώσεως τουλάχιστον τριπλής μεταβάσεώς του από την Αθήνα στη Χαλκίδα και επωφελείται του αντιστοίχου, και, άλλως, χρεωσίμου στον εντολέα δικηγορικού χρόνου.

Τελικώς ωφελείται ο καταναλωτής των νομικών υπηρεσιών διότι ο νομιμοποιούμενος απαλλάσσεται, και δεν χρεώνει στον καταναλωτή, τον αντίστοιχο δικηγορικό χρόνο ο οποίος, στο παράδειγμα τούτο, θα ήταν χρόνος [3 χ 4=] 12 ωρών ήτοι (σύμφωνα με την ως άνω Κ.Υ.Α.) ποσόν Ευρώ (64 Ευρώ/ώρα χ 12 ώρες =] 768 κατ` ελάχιστον. Το ποσόν τούτο είναι πολλαπλάσιο στην περίπτωση υποθέσεως ενώπιον Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την Τακτική Διαδικασία για την οποία απαιτούνται πολλές και ουσιωδέστερες ενέργειες ήτοι κατάθεση προτάσεων προ 20ημέρου και προσθήκης προ 15 ημέρου της συζητήσεως, λήψη αντιγράφου των πρακτικών εντός 4ημέρου από της συζητήσεως κατάθεση σχολιασμού εντός οκταημέρου από της συζητήσεως (άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) ενώ πολλαπλασιάζεται ιδιαιτέρως σε περίπτωση Πρωτοδικείων με μεγαλύτερη τοπική απόσταση (Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Πάτρα-Αργοστόλι, Αθήνα-Χανιά, Θεσσαλονίκη-Καβάλα κ.ά.).

Κατ` ακολουθίαν, διά της συμπράξεως του "εγχωρίου" νομιμοποιούντος δικηγόρου απορρέει:
α. εκμετάλλευση εκ μέρους του καταναλωτή του συγκριτικού πλεονεκτήματος του εγχωρίου εν σχέσει προς τον νομιμοποιούμενο δικηγόρο,
β. σε πολλές περιπτώσεις σημαντική οικονομία κλίμακος ώστε, τελικώς, η σύμπραξη να έχει μάλλον θετική επίδραση στο κόστος παροχής των υπηρεσιών (βλπ. και απόφαση ΔΕΚ C 309-99, NOVA, σκέψεις 89, 90) παρά να επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή από καθαρώς οικονομικής πλευράς.

Τυχόν άρση αυτού το οποίο καταγγέλλεται ως γεωγραφικός περιορισμός θα επιβάρυνε τον καταναλωτή οικονομικώς, ενώ θα επηρέαζε αρνητικά, λόγω της περιπλοκότητος των σχετικών με τις παρεχόμενες υπηρεσίες δικονομικών και συναφών καθηκόντων, την ποιότητα των υπηρεσιών και, συνεπώς, την παραγωγή και την τεχνική ανάπτυξη κατά την έννοια του άρθρου 85 παρ. 1 στοιχ. Β`της ΣυνθΕΚ (βλπ. σκέψεις 77-90 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΚ).

Πράγματι, αν υπετίθετο ότι όλη η Επικράτεια αποτελεί, ως προς το δικαίωμα παράστασης, μια ενιαία Πρωτοδικειακή και Εφετειακή Περιφέρεια, το πιθανότερο αποτέλεσμα από πλευράς οικονομικής θα ήταν η παροχή υπηρεσιών μόνον από ισχυρές οικονομικώς δικηγορικές εταιρείες και η σταδιακή υπαλληλοποίηση και συρρίκνωση των δικηγόρων των Περιφερειακών Πρωτοδικείων…» (Επιτροπή Ανταγωνισμού 493/v/2008, ΧρΙΔ 2009, σ. 276).

Βεβαίως υπήρξαν μεμονωμένα φαινόμενα συναδέλφων της επαρχίας, που αρνήθηκαν τη νομιμοποίηση συναδέλφων τους από άλλους συλλόγους. Όμως, αυτά μπορεί να αντιμετωπισθούν με τη μεταξύ μας συνεννόηση και την παρέμβαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον.

 

ΕΠΙΤΑΓΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ;

Υποστηρίζουν πολλοί ότι η «απελευθέρωση», κατά τα ανωτέρω του δικηγορικού επαγγέλματος είναι ευρωπαϊκή επιταγή. Όμως και ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αποτελεί σόφισμα και άλλοθι. Με την ίδια ως άνω απόφασή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έκρινε:

«…Όσον αφορά τους δικηγόρους, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ειδικών κοινοτικών κανόνων, κάθε κράτος μέλος είναι, κατ` αρχήν, ελεύθερο να ρυθμίζει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην επικράτεια του (βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 107/83 Κlορρ, Συλλογή 1984, σ. 2971, σκέψη 17, και την απόφαση Reiseburo Broede, σκέψη 37). Οι ισχύοντες για το επάγγελμα αυτό κανόνες μπορούν, ως εκ τούτου, να διαφέρουν ουσιωδώς από κράτος μέλος σε κράτος μέλος (Σκέψεις 95-100)…

Η εν λόγω απόφαση (ΔΕΚ C94/04-05.12.2006 και C 202/04 (Cipolla, Makrino) αντιμετώπισε το ζήτημα παράβασης των άρθρων 10 και 81 ΣυνθΕΚ από κρατική κανονιστική ρύθμιση κατωτάτων ορίων αμοιβών δικηγόρων ευνοούσα τη σύναψη σύμπραξης αντίθετης προς το άρθρο 81 ΣυνθΕΚ και απεφάνθη ότι:

Τα άρθρα 10, 81, 82 ΣυνθΕΚ δεν απαγορεύουν τη λήψη από Κράτος-Μέλος μέτρου κανονιστικού χαρακτήρα με το οποίο εγκρίνεται πίνακας αμοιβών περί καθορισμού κατωτάτου ορίου των αμοιβών των μελών του δικηγορικού συλλόγου από τον οποίο, κατ` αρχήν, δεν χωρεί παρέκκλιση…»

Ενόψει των ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι τυχόν επέμβαση στα μέχρι σήμερα ισχύοντα στην οργάνωση και την λειτουργία του δικηγορικού λειτουργήματος, αφενός αποτελεί επέμβαση στο σύστημα Δικαιοσύνης της πατρίδας μας και αλλοίωση του ρόλου και της αποστολής του και αφετέρου αποτελεί πολιτική και μόνο επιλογή.

 

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Η τυχόν υλοποίηση των αναφερομένων στην αρχή σκέψεων θα οδηγήσει ευθέως στη διάλυση των δικηγορικών συλλόγων της χώρας. Θα απονευρώσει το δικηγορικό λειτούργημα. Θα απογυμνώσει τον πολίτη. Θα εισάγει στο δικαιϊκό μας σύστημα τον δικηγόρο – έμπορο. Θα δώσει τέλος στο Δικηγόρο λειτουργό της Δικαιοσύνης. Θα ευνοήσει τη δημιουργία κεφαλαιουχικών εταιριών που θα προσφέρουν δικηγορικές υπηρεσίες. Θα υπαλληλοποιήσει και θα θέσει στο περιθώριο τη συντριπτική πλειοψηφία των Δικηγόρων. Θα ανοίξει την πόρτα στη χωρίς κανόνες και έλεγχο άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος με άμεσες και δυσμενείς συνέπειες στον πολίτη. Θα πλήξει καίρια την ασφάλεια δικαίου και θα κλονίσει την αξιοπιστία των συναλλαγών. Θα συμβάλει στην κατάρρευση του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης.

Σχόλια

Υποβολή νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.