Εκκινούμε από την παρατήρηση πως το δημοκρατικό μας πολίτευμα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως σημαντικότατη κατάκτηση, συγκρινόμενο φυσικά με καταστάσεις ανελευθερίας και νόθευσης της λαϊκής βούλησης που ο τόπος βίωσε στο σχετικά όχι μακρινό παρελθόν. Αυτό που αναμφισβήτητα χρήζει περαιτέρω βελτίωσης είναι η ποιότητα της Δημοκρατίας μας έτσι ώστε να επανακτήσει την αξιοπιστία και το κύρος της έπειτα από τα αλλεπάλληλα πλήγματα που έχει δεχτεί εσχάτως, οδηγούμενη δυστυχώς σε καταστάσεις σχεδόν πλήρους απαξίωσης. Η ανάκτηση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη της σχετικής πολιτικής βούλησης για τη διενέργεια των απαραίτητων τομών, οι οποίες θα εξυγιάνουν το υπάρχον πολιτικό σύστημα, θα το αναμορφώσουν και θα το αποδεσμεύσουν αποτελεσματικά από ελλείμματα, δυσλειτουργίες και παθογένειες τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Αντίθετα, η πλήρης, γενικευμένη και χωρίς διάκριση απαξίωσή του ως συνόλου καθώς επίσης και των εκάστοτε εκπροσώπων του εγκυμονεί κινδύνους επανόδου σε καταστάσεις που ουδείς θέλει να θυμάται.
Η αναγκαιότητα υλοποίησης των επιταγών της τρόικας και εν γένει των δανειστών μας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκταμίευση της κάθε φορά «επόμενης δόσης» μοιραία προϋποθέτει τη νομοθετική θέσπιση των – κατ’ αυτούς – επιβαλλόμενων μεταρρυθμίσεων. Έτσι λοιπόν ανοίγει και η υγιής συζήτηση γύρω από κάθε ξεχωριστή διάταξη, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτής και τις αντιπροτεινόμενες λύσεις. Η διαδικασία αυτή είναι η προβλεπόμενη στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, προάγει τη Δημοκρατία και ευνοεί την επικράτηση κάθε επιμέρους ρύθμισης πάνω στη βάση ενός γόνιμου διαλόγου. Όλα φυσικά αυτά με μία – πλην όμως σημαντικότατη – διαφορά: Αναφερόμαστε εν προκειμένω στο ιδεατό, στο ιδανικό που θα επιθυμούσαμε να ισχύει δίχως την παραμικρή αμφισβήτηση στα πλαίσια του πολιτεύματός μας και όχι δυστυχώς στο ισχύον και σε επίπεδο πράξης.
Η εν τοις πράγμασι καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 60 παράγρ. 1 του Συντάγματος.
Διαβάζουμε στο άρθρο 60 παράγρ. 1 του Συντάγματος: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Όπως γίνεται γενικότερα δεκτό, από την άποψη του Συνταγματικού δικαίου η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το δικαίωμα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου του βουλευτή ως έκφραση της γενικότερης δημοκρατικής αρχής, εκείνης τους ελεύθερης εντολής. Δικαιολογητικό λόγο της εν λόγω ρύθμισης αποτελεί η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να προστατεύσει το βουλευτή έναντι των κρατικών οργάνων έτσι ώστε να μην υφίσταται ο κίνδυνος να υποστεί την οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια αναφορικά με ψήφο που έδωσε ή με έκφραση γνώμης την οποία διατύπωσε. Το σύνολο μάλιστα των διατάξεων των άρθρων 60 έως 63 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παράγρ. 2, κατοχυρώνουν την αρχή της αντιπροσώπευσης με γνώμονα της ενδεδειγμένης εκ μέρους του βουλευτή κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς την προάσπιση του γενικού συμφέροντος – κατ’ αντιδιαστολή προς το κομματικό, το τοπικό ή το μερικό – διαμορφώνοντας ένα πλέγμα διατάξεων που διασφαλίζουν πλήρως και κατά τρόπο επαρκή την ανεξαρτησία του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
Από την άλλη πλευρά, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας θεμελιώνει μια ουσιαστική σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ Βουλής και εκλογικού σώματος, δηλαδή μεταξύ βουλευτή και εκλογέα (άρθρο 51 παράγρ. 2 Συντ. – «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος»). Οι διατάξεις λοιπόν αυτές συνδυαζόμενες διαμορφώνουν το απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση όχι ως δικαίωμα αυθαίρετης παρερμηνείας ή αγνόησης της λαϊκής εντολής, αλλά ως αποτρεπτικό παράγοντα έναντι της υπαγωγής του βουλευτή σε οποιεσδήποτε ιεραρχικές εξαρτήσεις.
Έπειτα από αυτές τις θεωρητικές διαπιστώσεις εκείνο που μένει πλέον να διαπιστωθεί είναι αν ο εν λόγω αποτρεπτικός παράγοντας δρα όντως ανασχετικά σύμφωνα με τον προορισμό του.
Η πρόσφατη διαδικασία ψήφισης στην Ολομέλεια της Βουλής σειράς διατάξεων εφαρμοστικών του λεγόμενου μεσοπρόθεσμου προγράμματος απέδειξε πως το Ελληνικό Κοινοβούλιο διαθέτει ακόμα εκπροσώπους τολμηρούς, που δεν διστάζουν να εκφράζονται με αποκλειστικό γνώμονα τη συνείδησή τους, όπως άλλωστε το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 60 παράγρ. 1, αρνούμενοι να συμπράξουν στην κατάλυση κάθε έννοιας κυρίαρχου κράτους δικαίου, η οποία επιδιώκεται από παράγοντες εξωθεσμικούς που επιχειρούν ανερυθρίαστα να χειραγωγήσουν τη νομοθετική εξουσία. Οι βουλευτές όμως αυτοί στοχοποιήθηκαν ως εκφραστές συντεχνιακών δήθεν συμφερόντων (κυρίως του φαρμακευτικού και δικηγορικού κλάδου) και η ενέργειά τους χαρακτηρίστηκε – από υψηλότατα μάλιστα κυβερνητικά κλιμάκια – ως «ανταρσία». Περαιτέρω, μόλις την περασμένη Κυριακή – κατά τη διαδικασία ψήφισης του δεύτερου Μνημονίου – γίναμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα της χώρας εξέλιξης: Η διαφοροποίηση 44 βουλευτών από τη «γραμμή» που χάραξαν οι πρόεδροι των κομμάτων τους (και όχι προφανώς τα συλλογικά όργανα κάθε κόμματος) επέφερε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή τους – και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες – από τις κοινοβουλευτικές ομάδες στις οποίες ανήκαν από την εκλογή τους. Είχε φυσικά προηγηθεί από κάθε αρχηγό κόμματος – έμμεσα ή άμεσα – η απειλή της σχετικής κύρωσης, σε μια προσπάθεια μετριασμού των πιθανών «διαρροών».
Η διαμόρφωση της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι στην εξέλιξη αυτή συνοψίζεται ένα από τα μηνύματα της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας: Όποιος διαφωνεί δεν έχει θέση μέσα σε μία παράταξη, δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να «σπάσει» τα κομματικά στεγανά, εκφράζοντας προσωπική του άποψη που παρεκκλίνει από την επίσημη θέση. Με άλλα λόγια, η απαίτηση τυφλής υπακοής επί ποινή αποπομπής έχει αντικαταστήσει στην πράξη τις συνταγματικές προβλέψεις. Έτσι, όμως, καταλήγουμε στην πραγματικότητα σε μια καταχρηστική άσκηση του αρχηγικού δικαιώματος που σε ελάχιστα σημεία διαφέρει από ένα κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο θα επιτάσσει το διορισμό των εκάστοτε βουλευτών από τους προέδρους κάθε κατερχόμενης σε εκλογές παράταξης. Ως συνέπεια, αντί να αναδεικνύεται στην πράξη ο ρόλος του βουλευτή ως εγγυητή της αξιοπιστίας των θεσμών της πολυκομματικής δημοκρατίας, τόσο στο επίπεδο των εσωκομματικών διαδικασιών όσο και στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών αποφάσεων, ο λόγος και η δράση του υπονομεύονται και η άσκηση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος τον μετατρέπει σε αποδιοπομπαίο κομματικό τράγο, που πρέπει να αποβληθεί από το πολιτικό σκηνικό μιας και δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα που αυτό επιτάσσει…
Αναμφίβολα, τέτοιες λογικές συντείνουν στην εν γένει απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, κατά τρόπο που πλήττει όχι απλά την εικόνα του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού αναδεικνύοντάς το κατώτερο των ιστορικών περιστάσεων και των παραδόσεών μας, αλλά εντέλει την ίδια την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δυστυχές είναι ότι – ενώ η διαπίστωση αυτή αποτελεί πλέον κοινό τόπο – κανείς δεν δείχνει να αποστρέφεται στην πράξη τέτοιες λογικές και να καταδικάζει τις υιοθετούμενες πρακτικές, αλλά αντίθετα συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Έτσι λοιπόν και η συζήτηση για την ανάδειξη των βουλευτών μέσω λίστας (επιλογής που ευνοεί την προτίμηση των «ημετέρων» κομματικά πειθαρχούντων, κατ’ αποκλεισμό κάθε «απείθαρχης» σκέψης), αντί να αποκρούεται ως υποβάθμιση της ποιότητας του πολιτεύματος, προωθείται και ενδεχομένως κάποια στιγμή να ευημερήσει.
Ωστόσο, καλούμαστε να αναλογιστούμε ως δημοκρατικοί πολίτες: είμαστε έτοιμοι – εν μέσω «μνημονιακών» λογικών και λύσεων – να υποβαθμίζουμε έτι περαιτέρω την ποιότητα του πολύπαθου πολιτεύματός μας; Είμαστε έτοιμοι να νομιμοποιήσουμε εκτροπές με απροσδιόριστες για το μέλλον συνέπειες;