Δήλωση Προέδρου ΔΣΑ, Γιάννη Δ. Αδαμόπουλου, για το Ακαταδίωκτο των Μελών του ΝΣΚ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ακαδημίας 60 – Τ.Κ. 10679
Τηλ.: 210-3398270, 271
Αθήνα 2.7.2013
ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΔΣA, ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΝΣΚ
Ο Δικηγόρος Σύλλογος Αθηνών εκφράζει την κατηγορηματική του αντίθεση στη μεθόδευση που επιχειρεί το Υπουργείο Οικονομικών και η οποία αφορά στη νομοθετική κατοχύρωση του ακαταδίωκτου των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τις γνώμες που διατυπώνουν και τις πράξεις που διενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 56 του νομοσχεδίου «Ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, Θέματα κρατικών ενισχύσεων, ΕΛΤΕ, Αναμόρφωση Οργανισμού ΝΣΚ, και άλλες διατάξεις», όπως κατατέθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων: “Στο άρθρο 37 του ν. 3086/2002 (Α΄324 ) προστίθεται παράγραφος με αριθμό 5 ως εξής: «5. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3094/2003 (Α’ 10) εφαρμόζονται και για τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά την εκτέλεση των πάσης φύσεως καθηκόντων τους»”. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 3094/2003, “O Συνήγορος του Πολίτη και οι Βοηθοί Συνήγοροι δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δίωξη επιτρέπεται κατόπιν εγκλήσεως μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση, εξύβριση ή παραβίαση του απορρήτου”.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιχειρείται να παρασχεθεί «ασυλία» στα μέλη ενός διοικητικού οργάνου, το οποία πρωτοστάτησαν, μεταξύ άλλων, στην παροχή γνωμοδοτήσεων σχετικά με τη σύναψη του Μνημονίου, τη συμφωνία του Προγράμματος Ανταλλαγής Ομολόγων (PSI) και άλλες εξαιρετικά σημαντικές υποθέσεις που σχετίζονται με την προάσπιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και ολόκληρου του ελληνικού λαού. Σημειωτέον, επίσης, ότι το ΝΣΚ δεν αποτελεί καν ανεξάρτητη αρχή, ώστε να νοείται, εν προκειμένω, οποιαδήποτε ανάλογη νομική μεταχείριση των μελών του σε σχέση με τα μέλη του Συνηγόρου του Πολίτη.
Ενόψει του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», – διάταξη η οποία, κατά την πάγια νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων, κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών – η αντισυνταγματικότητα της εν λόγω ρύθμισης είναι προφανής.
Ήδη, με βάση το άρθρο VI της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1789), η νομική ισότητα γινόταν εξαρχής αντιληπτή ως εξής: «Ο νόμος πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους, είτε προστατεύει είτε τιμωρεί». Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν «πιο ίσοι». Όποιος παρανομεί, πρέπει να υφίσταται, υπό ίσους όρους, τις έννομες συνέπειες που ορίζει ο νόμος.
Η παροχή δυνατότητας σε οποιονδήποτε να διαπράττει κάθε είδους παράνομες πράξεις, τόσο σε βάρος του Δημοσίου όσο και σε βάρος απλών πολιτών, και να μη λογοδοτεί ενώπιον κανενός είναι τουλάχιστον σκανδαλώδης για μία δημοκρατική κοινωνία. Δεν είναι δυνατόν από τη μία πλευρά να συζητάμε για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της άρση των προνομίων σχετικά με τους περιορισμούς στην άσκηση ποινικής δίωξης κατά πολιτικών προσώπων και από την άλλη πλευρά αντίστοιχοι περιορισμοί να επεκτείνονται σε πάσης φύσεως «εκλεκτούς» της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Ως γνωστόν, αυτό λ.χ. συνέβη πρόσφατα και με την απαλλαγή από κάθε ευθύνη των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ελληνικών τραπεζών, που αποφάσισαν τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων αλλά και των στελεχών της ίδιας της Τράπεζας της Ελλάδος για την απόφαση συμμετοχής του Κοινού Κεφαλαίου των ΝΠΔΔ και των Ασφαλιστικών Φορέων σε πρόγραμμα ανταλλαγής τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, ή άλλης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, κατ’ εφαρμογή προγράμματος για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους (άρθρο 3 παρ. 8, 9 και 10 Ν. 4046/2012, όπως ισχύει).
Ενόψει των ανωτέρω, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, καλεί την κυβέρνηση να αποσύρει την εν λόγω ρύθμιση από το ως άνω νομοσχέδιο, άλλως να καταψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων ή, σε αντίθετη περίπτωση, να μην τύχει εφαρμογής από τα ελληνικά Δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου