Η συνταγματική αναθεώρηση ως νομική και πολιτική πρόκληση - Άρθρο του Γιάννη Αδαμόπουλου στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"
Του Γιάννη Δ. Αδαμόπουλου*
Κατά καιρούς, πολλές από τις χρόνιες παθογένειες που ανακύπτουν λόγω επικαιρότητας στο δημόσιο βίο λέγεται ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και να εκριζωθούν δραστικά μέσω μιας γενναίας συνταγματικής αναθεώρησης, που θα αντιμετώπιζε με τόλμη και ρεαλισμό τα υπαρκτά προβλήματα, εκφεύγοντας από τις λογικές του λεγόμενου πολιτικού κόστους. Ίσως κάποιες από τις φωνές αυτές να ακούγονται λαϊκίστικες, η αλήθεια ωστόσο βρίσκεται, και πάλι, κάπου στη μέση.
Καταρχάς, λαμβανομένης υπόψη της αρτιότητας του Συντάγματος ως νομοθετικού κειμένου και της εύρυθμης πολιτειακής λειτουργίας που εξασφάλισε επί σειρά ετών, σε εποχές μάλιστα με έντονη πόλωση, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη τη λύση σε όλα τα προβλήματα, καθώς η στόχευση της αντιμετώπισης των υπαρκτών δυσχερειών κινείται πρωτίστως σε επίπεδο κοινού νομοθέτη και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε επίπεδο συντακτικού. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο η καταφυγή στη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να γίνεται με απόλυτη φειδώ, ψυχραιμία και σύνεση, χωρίς παρορμήσεις της στιγμής, κατά τρόπο που θα διαφυλάσσει την ομαλή θεσμική λειτουργία της Πολιτείας και δεν θα απαξιώνει το ίδιο το αναθεωρητικό εργαλείο.
Στο πλαίσιο αυτό, η αναμόρφωση υφιστάμενων ρυθμίσεων που επικρίνονται καθημερινά, συνήθως με αφορμή γεγονότα της επικαιρότητας (ιδιαιτέρως πρόσφατα - βλ. σχετικά και όλως ενδεικτικά, τις διατάξεις περί ευθύνης υπουργών και το ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας), μπορεί να βασιστεί μόνο σε μια αναθεωρητική διαδικασία παρέχουσα το έδαφος για την επέλευση αλλαγών και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της ίδιας της ποιότητας της Δημοκρατίας, της ενίσχυσης των θεσμών και της αποτροπής ενδεχομένων απαξίωσής τους. Όλα αυτά ωστόσο με την απαραίτητη επισήμανση ότι η επικαιρότητα, όσο κι αν δίνει αφορμές προς συζήτηση, δεν επιτρέπεται να χειραγωγεί την αναθεωρητική λειτουργία.
Σε επίπεδο λειτουργιών, στο τραπέζι των συζητήσεων έχει πέσει αρκετές το ζήτημα της θέσπισης συνταγματικού δικαστηρίου και, κυρίως, η μέθοδος διενέργειας του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, η οποία εσχάτως έχει αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω της διαρκούς νομοπαραγωγικής διαδικασίας και των έντονων αμφισβητήσεων που τη συνοδεύουν. Η πρόβλεψη του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος διενεργείται ελεύθερα από οποιοδήποτε δικαστήριο της επικράτειας ενόψει της υπό κρίση έννομης σχέσης που τίθεται ενώπιόν του, θα μπορούσε ίσως να ενισχυθεί - κυρίως σε προληπτικό επίπεδο - κατά τη διάρκεια θέσπισης του νόμου και πριν αυτός τεθεί σε ισχύ από ένα ανώτατο δικαστήριο επιφορτισμένοι αποκλειστικά με αυτές τις αρμοδιότητες.
Όσον αφορά τη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας, ενδεχομένως να έφτασε η στιγμή προκειμένου να εξεταστεί σοβαρά το ζήτημα της μείωσης του αριθμού των βουλευτών, της θέσπισης ενός σαφούς και σύγχρονου νομικού πλαίσιο που θα προασπίζει τη διαφάνεια της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων (χρηματοδότηση-κρατική επιχορήγηση κ.ά., με ενδεχόμενη παρέμβαση συγκεκριμένου ανεξάρτητου δικαιοδοτικού οργάνου, τόσο σε επίπεδο συλλογικών ηγεσιών, όσο και μεμονωμένων υποψήφιων), αλλά και της οριοθέτησης ανώτατης θητείας για μέλη της εκτελεστικής εξουσίας ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενα αδιαφάνειας και καθεστωτισμού στο δημόσιο βίο. Γνωρίζω ότι θα φώτα θα εστιαστούν, και λογικά, στο φλέγον ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών, το οποίο πρέπει να ιδωθεί από τη σκοπιά του αιτήματος για κάθαρση στο δημόσιο βίο, μέσω της αποκήρυξης γραφειοκρατικών και πολυδαίδαλων διαδικασιών που δυσχεραίνουν την απονομή της δικαιοσύνης και δίνουν στην κοινή γνώμη την αίσθηση προνομιακής μεταχείρισης, σε αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές της ισότητας.
Προς την κατεύθυνση της επιβολής πλήρους διαφάνειας στο δημόσιο βίο δύναται να συμβάλλει η σαφής οριοθέτηση του πλαισίου δράσης και λειτουργίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία έχουν πλέον αποκτήσει στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών τεράστια δύναμη, συνιστώντας μια «τέταρτη εξουσία» και δυνάμενα να έχουν καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, στην ανάδειξη και στην προβολή προσώπων και πολιτικών. Η μετατροπή τους από όργανο καθορισμού της κοινής γνώμης, σε μέσο υγιούς και αντικειμενικής διαμόρφωσης γνώμης, μακριά από πολιτικές εξαρτήσεις, αδιαφανείς διαδικασίες και ποικιλώνυμα συμφέροντα, θα βελτιστοποιήσει την ποιότητα του πολιτεύματός μας και θα αναδείξει την πολυφωνία, συμβάλλοντας στην αντιπροσωπευτικότητα και στην απεμπλοκή από κατεστημένα πρόσωπα και νοοτροπίες.
Η ιδιαιτερότητα της αναθεώρησης του Συντάγματος ως ανώτατης νομοθετικής λειτουργίας, τόσο σε επίπεδο επιστήμης όσο και σε επίπεδο πολιτικής αυξάνει τις απαιτήσεις από όσους θα εμπλακούν ενεργά με αυτήν και την αναδεικνύει σε μέγιστη νομική και πολιτική πρόκληση, στα πλαίσια της οποίας θα υπάρξει σθεναρή αντιπαράθεση απόψεων και θα δοθεί η ευκαιρία για την υπέρβαση χρόνιων αγκιλώσεων που δρουν ανασχετικά για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας.
* Ο κ. Γιάννης Αδαμόπουλος είναι Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" της 5-2-2013.
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου