Η διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται με νομοθετικά «πυροτεχνήματα»
Του Γιάννη Δ. Αδαμόπουλου*
Η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί δημοκρατική υποχρέωση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και πατριωτικό καθήκον κάθε ευσυνείδητου πολίτη. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης εξαιτίας της διαχρονικής κακοδιαχείρισης των δημοσιονομικών της και παρά το γεγονός ότι τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο, είναι διάχυτη η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι το πολιτικό σύστημα έχει δημιουργήσει ένα σύστημα «αυτοπροστασίας» των στελεχών του, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η παραπομπή των υπευθύνων σε δίκη και η καταδίκη τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα θεσμικά κατοχυρωμένης ατιμωρησίας –και μάλιστα σε συνταγματικό επίπεδο– είναι οι σχετικές διατάξεις περί ευθύνης υπουργών, όπως διαμορφώθηκαν κατά την αναθεώρηση του 2001. Από την άλλη πλευρά, η λύση δεν μπορεί να έγκειται στην άκριτη και συγχρόνως προσχηματική στοχοποίηση πολιτικών προσώπων με σκοπό την εκτόνωση της λαϊκής οργής αλλά, αντιθέτως, στη θεσμική θωράκιση της διαφάνειας και την ουσιαστική ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για την ποιοτική αναβάθμιση της δημοκρατίας στην πράξη· μεταρρυθμίσεις οι οποίες σε κάθε περίπτωση προϋποθέτουν πριν απ’ όλα ειλικρινή πολιτική βούληση.
Επιπλέον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αναγκαία προϋπόθεση για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι η αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών, οι οποίες διαμορφώνουν το έδαφος και τις συνθήκες για την ανάπτυξή της πολύ πριν από τη διάπραξη των παράνομων και αθέμιτων οικονομικών συναλλαγών. Επί παραδείγματι, όταν η επιλογή των υποψηφίων βουλευτών γίνεται απευθείας από την ηγεσία και όχι από τη βάση των κομμάτων, δεν είναι ευχερέστερη η εμπλοκή των ισχυρών οικονομικών παραγόντων και η άσκηση πιέσεων προς την κομματική ηγεσία προκειμένου να επιλέγονται –τουλάχιστον σε ένα βαθμό– οι εκλεκτοί του οικονομικού κατεστημένου; Οταν ο Τύπος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα ποια πολιτικά πρόσωπα θα προβάλλονται και ποια όχι, αυτό δεν οδηγεί ευθύς αμέσως σε εξάρτηση των υποψηφίων από τους οικονομικούς παράγοντες που ελέγχουν τα αντίστοιχα μέσα; Οταν οι προεκλογικές και εν γένει λειτουργικές δαπάνες των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων βασίζονται εν πολλοίς σε χρήμα το οποίο στην πράξη δεν ελέγχεται, δεν είναι προφανές ότι ενθαρρύνεται η παράνομη χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας υποψηφίων και της συντήρησης των κομματικών μηχανισμών από αδιαφανείς οικονομικούς παράγοντες;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ουσιαστικά ζητήματα στην αντιμετώπιση των οποίων θα έπρεπε να εστιάζει η κυβέρνηση και το υπουργείο Δικαιοσύνης αν υπήρχε πραγματική πολιτική βούληση για την καταπολέμηση της διαφθοράς, αντί να προωθεί νομοθετικά πυροτεχνήματα με «δίκες–εξπρές» για πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους, με πρόβλεψη ασφυκτικών –και ως εκ τούτου ανεφάρμοστων– δικονομικών προθεσμιών, με ασαφές και αδιευκρίνιστο πλαίσιο για τους συμμέτοχους στις σχετικές εγκληματικές πράξεις οι οποίοι δεν φέρουν την ιδιότητα πολιτικών ή κρατικών αξιωματούχων καθώς και με απαγόρευση της δυνατότητας αναβολής της δίκης, προκαλώντας έτσι σημαντικά προβλήματα σχετικά με την ουσιαστική απονομή της Δικαιοσύνης, όπως ορθώς επισημαίνει και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Εν κατακλείδι, η άρση της ατιμωρησίας και η καταπολέμηση της διαφθοράς μπορούν να καταστούν εφικτές μόνο με την υιοθέτηση και εφαρμογή ρυθμίσεων με τις οποίες θα αλλάξει ριζικά όχι μόνο το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης αλλά και –αν όχι κυρίως– ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος, με έμφαση στην προληπτική και κατασταλτική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων μέσω της θεσμοθέτησης αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών πρωτίστως στο πλαίσιο της Δημόσιας Διοίκησης.
* Ο κ. Γιάννης Αδαμόπουλος είναι Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
------------------------------------------------------
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" (6-8-2011), http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_06/08/2011_451910
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου