Η αναγκαιότητα εξορθολογισμού του φορολογικού συστήματος
Του Γιάννη Δ. Αδαμόπουλου, Προέδρου του ΔΣΑ.
Ξεκίνησε και πάλι εσχάτως η συζήτηση για την προπαρασκευή της νομοπαραγωγικής διαδικασίας ενός νέου φορολογικού συστήματος, με τις εξαγγελίες των αρμοδίων να μη διαφέρουν από αντίστοιχες του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η όλη διαδικασία τίθεται υπό την επίβλεψη της «τρόικας», κατά τρόπο που επιβεβαιώνει απόλυτα την αναξιοπιστία του κρατικού μηχανισμού έναντι των εταίρων-δανειστών μας, ως αναπόφευκτη συνέπεια της -πανθομολογούμενης πλέον- έλλειψης σχετικής πολιτικής βούλησης για τη διενέργεια των απαραίτητων τομών στον εν λόγω χώρο.
Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομα, παρά μόνο ως αναπόσπαστο μέρος της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας που διέρχεται η χώρα και, ειδικότερα, ως μια ακόμα (ενδεχομένως απέλπιδα) προσπάθεια να δοθεί διέξοδος στις ταμειακές της δυσχέρειες. Οι επιλογές του νομοθέτη δεν είναι πολλές. Ή θα επιλεγεί εκ νέου η εύκολη οδός της εξυπηρέτησης βραχυπρόθεσμων στόχων ή θα οδηγηθούμε επιτέλους σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης τού επί χρόνια ισχύοντος στρεβλού φορολογικού συστήματος και εξαρχής οικοδόμησής του σε στέρεες και κοινωνικά δίκαιες βάσεις.
Δεν χρειάζεται να καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια για να επιχειρηματολογήσει κανείς εναντίον της πρώτης επιλογής. Αρκεί μια ματιά στη σημερινή εικόνα των δημοσιονομικών μας για να αντιληφθούμε το πόσο έβλαψαν τη χώρα οι συσσωρευθείσες παλινωδίες των πολιτικών του παρελθόντος, τις οποίες χαρακτήριζε η έλλειψη συνετού κεντρικού σχεδιασμού, συγκεκριμένης στόχευσης και αποδοτικότητας. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταδειχθούν τα πολλαπλά οφέλη που αναμένεται να προκύψουν από την υιοθέτηση ενός φορολογικού συστήματος ορθολογικού, δίκαιου και αδιάβλητου, που θα εστιάζει όχι μόνο σε εισπρακτικά αποτελέσματα, αλλά κυρίως στην τόνωση και προώθηση της πολυπόθητης ανάπτυξης.
Καταρχάς, επιβάλλεται να δοθεί ένα καίριο πλήγμα στην πολυνομία, στην παράλληλη ύπαρξη μιας πληθώρας διατάξεων, πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενων, γεγονός που ούτε την ασφάλεια δικαίου εξυπηρετεί, ούτε φυσικά τα όργανα της διοίκησης που ασχολούνται με την επιβολή και είσπραξη των φόρων, ούτε όμως και τους εφαρμοστές του δικαίου, οι οποίοι καλούνται να επιληφθούν των σχετικών ζητημάτων που ανακύπτουν.
Παράλληλα, η μείωση των φορολογικών συντελεστών (ειδικά των έμμεσων φόρων) μπορεί σε άμεσο χρόνο να εμφανίζεται ως μη συμφέρουσα, ωστόσο, σε βάθος χρόνου είναι ικανή να ενισχύσει τη ροή χρήματος στην αγορά και, κατά συνέπεια, να βελτιώσει τη θέση πληθώρας επαγγελματιών, αυξάνοντας την οικονομική τους ευρωστία. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί η κινητροδότηση της επιχειρηματικότητας και η παροχή φορολογικών ατελειών για την ανάληψη επιχειρηματικών και εν γένει επαγγελματικών πρωτοβουλιών σε αποκεντρωμένη βάση, καθώς είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα συμβάλουν και στην καταπολέμηση του διαρκώς διογκούμενου φαινομένου της ανεργίας (π. χ. ατέλειες σε κάθε επιχειρηματία που προσλαμβάνει άνεργο). Περαιτέρω, συνετή επιλογή θα ήταν και η εγκατάλειψη των λογικών της «πάση θυσία» εύρεσης φορολογητέας ύλης, πολλές φορές ακόμα και σε βάρος συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Ετσι, αντί να αναζητούνται εναγωνίως τεκμήρια δήθεν πλούτου, θα ήταν ορθολογικότερο να εστιάσουμε στην ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και στη διαφανή δράση τους, προς όφελος και της -από καιρό απολεσθείσας- κρατικής αξιοπιστίας.
Ο στόχος της υπέρβασης της κρίσης δεν συμβαδίζει με την περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων του μέσου πολίτη και, κατά συνέπεια, τη μείωση της αγοραστικής του δύναμης. Αντίθετα, η προσέλκυση των επενδύσεων περνά μέσα από την αποκήρυξη των φοροεπιδρομών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 17-12-2011.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_17/12/2011_466448
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου