504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας…
14 Σεπτεμβρίου 2001, γιορτή τη Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, ημέρα θανάτου του Στέλιου Καζαντζίδη. Αυτή τη μέρα επέλεξε και το Υπουργείο Παιδείας για να ανακοινώσει τις βάσεις εισαγωγής στα Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι της χώρας για τη σχολική χρονιά 2000-2001. Τα τηλέφωνα παίρνουν φωτιά. Επίσκεψη στο σχολείο, συζητήσεις με συμμαθητές και καθηγητές. Η πρώτη σκέψη; «Απέτυχα. Τι δουλειά έχω στη Θεσσαλονίκη; Τουλάχιστον είναι η σχολή που ήθελα…». Όσο περνούσε η ώρα άρχισα να εξοικειώνομαι με την ιδέα. «Αλλά, από την άλλη, μπορώ να επιδιώξω μετεγγραφή μου στη Νομική Αθήνας. Ίσως τα καταφέρω…».
Κάπως έτσι φτάσαμε στην 6η Οκτωβρίου 2001, ημέρα κατά την οποία έμελλε να ξεκινήσει μια σχέση ζωής• αυτή με τη Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι με το ΚΤΕΛ κουραστικό, ο κόσμος μέσα στο λεωφορείο λίγος. Θυμάμαι ακόμα τα τραγούδια που έπαιζε το ράδιο καθώς ετοιμαζόμουν να πατήσω τα πόδια μου σε μία πόλη που είχα μεν επισκεφτεί στο παρελθόν, τη γνώριζα όμως τόσο λίγο. Την επόμενη μέρα - και αφού είχα το προηγούμενο βράδυ είχα δει την Εθνική Ελλάδας του Ρεχάγκελ πλέον να ισοφαρίζεται στο 93’ με εκτέλεση φάουλ του Μπέκαμ σε εκείνο το αξέχαστο 2-2 μέσα στο Όλντ Τράφορντ (που να φανταστώ πως τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά θα έτρεχα στο Λευκό Πύργο να πανηγυρίσω την κατάκτηση του ευρωπαϊκού;) - πήγα μαζί με τη μητέρα μου στη Νομική για να εγγραφώ. Χώρος παντελώς άγνωστος σε εμένα, αρκετός κόσμος - κυρίως γονείς με τα νεοεισαχθέντα στο πανεπιστήμιο παιδιά τους -, αφίσες παρατάξεων κολλημένες παντού και μια τεράστια ουρά στη γραμματεία – άκρως χαρακτηριστική αναφορικά με τη λειτουργία της, όπως διαπιστώσαμε στα χρόνια που ακολούθησαν. Συμπλήρωσα τα απαραίτητα έγγραφα, αλλά μου είπαν πως πρέπει να επανέλθω την επόμενη ημέρα για να τα καταθέσω. «Κρίμα. Εγώ το είχα σκοπό να γυρίσω Αθήνα…», σκέφτηκα, πριν πάρουμε την απόφαση να περπατήσουμε την Εγνατία, κάνοντας πρώτα μια στάση στην Παναγία τη Δεξιά. Το πρώτο γεύμα στα Goody's της οδού Αγίας Σοφίας. Η εγγραφή ολοκληρώθηκε το επόμενο πρωί, οπότε είχε φτάσει πλέον η ώρα της επιστροφής στην Αθήνα. Τίποτα δεν με κρατούσε εκεί. Τόσα ήξερα τόσα έκανα…
Λίγες μέρες μετά ξαναταξιδεύω• αυτή τη φορά με πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης (μέχρι να έρθει η μετεγγραφή τουλάχιστον). Αρχικά λαμβάνουν χώρα τραγελαφικές συνεννοήσεις και συζητήσεις μου σε σουβλατζίδικο της Αγίου Δημητρίου στην προσπάθειά μου να παραγγείλω καλαμάκια (περιττό μάλλον να σας πω πως αντιδρούσαν και τι μου έδιναν…). Σύντομα ξεκινούν και τα μαθήματα, τα πρωινά ξυπνήματα και το περπάτημα μέσα στη σαλονικιώτικη ομίχλη για να παρακολουθήσουμε «Ιστορία Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου στις 8 με Νάκο και «Γενικές Αρχές» με Κουτσουράδη που ήταν επίσης εξοικειωμένος με το τόσο πρωινό ξύπνημα, σε αντίθεση μάλλον με εμάς. Σειρά παίρνουν οι γνωριμίες με τους συμφοιτητές. Λάζαρος, Βίκη, Γιώργος, Ντομινίκ, Θάνος, Μαρίνος, Διονυσία, Σίσσυ, Περίανδρος και τόσοι άλλοι… Ο πρώτος καφές στις «Θύμησες», πίσω από το τούρκικο προξενείο, χώρος που θα γινόταν στη συνέχεια το στέκι μας για 4 χρόνια, φιλοξενώντας κάθε λογής συζητήσεις μας. Η σκέψη της μετεγγραφής πάντα γυρνούσε μέσα μου, δεν ήθελα να δεχτώ πως θα μείνω εκεί για τέσσερα χρόνια. Φαίνεται δεν ήμουν ο μόνος. Αυτό το διαπίστωσα κατά τη γνωριμία μου με το Γιάννη τον Κάπο ένα πρωινό στην αίθουσα 6. Μας ένωσε αρχικά η κοινή επιθυμία για μετεγγραφή. Όποτε βλεπόμασταν συζητούσαμε για τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και τις πιθανότητες του καθενός. Ένα σχεδόν χρόνο μετά, έχοντας γνωρίσει την πόλη - από τα καφέ της παραλίας μέχρι τα στενά δρομάκια της Άνω Πόλης - μαθαίνω πως είχε γίνει δεκτή η αίτησή μου και μπορούσα να μετεγγραφώ στη Νομική Αθήνας. Μετά από ένα μήνα σκέψης, προβληματισμού και πρωτοφανούς διλήμματος, η φοίτησή μου στο Αριστοτέλειο έμελλε να αποτελέσει συνειδητή επιλογή. Η σκέψη ότι θα έχανα τις παρέες που είχα δημιουργήσει, αλλά και μια ζωή με ρυθμούς πιο χαλαρούς με έκαναν να πάρω την απόφαση να συνεχίσω τη φοίτησή μου στη Θεσσαλονίκη.
Έκτοτε ακολούθησαν πολλές βόλτες και έξοδοι. Σε μέρες βροχερές, χιονισμένες και ηλιόλουστες. Σε μέρη διάφορα• από τα σινεμά του εμπορικού κέντρου της Τσιμισκή και τα κοντινά εμπορικά καταστήματα (αλήθεια, πόσα λεφτά να έχω δώσει σε αυτά;), τα καφέ της Αριστοτέλους και της Μελενίκου και τις ταβέρνες της Άθωνος, μέχρι το Harry’s spot (ιδιοκτησίας Τσιλιγκαρίδη, του ανθρώπου που έφερε τον Γκάλη στην Ελλάδα) – φοιτητικό στέκι για επιτραπέζια και όχι μόνο -, το «Χάλαρο» στη Σοφούλη και το Σολομωνίδη στη Νέα Κρήνη για φαγητό. Οι ώρες των συζητήσεων ατελείωτες. Τα θέματα λίγο πολύ τα ίδια, αλλά πάντα ανεξάντλητα: μαθήματα, μπάλα, αυτοκίνητα, γυναίκες (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά…). Κάπου ανάμεσα στο φραπέ ή το Nes και το τάβλι σχολιάζονταν και οι Μανιτάκης, Μαργαρίτης, Βαλτούδης, Πιτσελά, Ορφανουδάκης και τόσοι άλλοι. Άλλοτε για τον τρόπο διδασκαλίας και την ύλη που μας έβαζαν, άλλοτε για τις αντιδράσεις τους απέναντι σε φοιτητές που έκαναν φασαρία κατά την ώρα των παραδόσεων, αλλά και για τις στιγμές γέλιου που μας είχαν προσφέρει.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια. Με πολλές ώρες στα έδρανα των αιθουσών του 3ου ορόφου του κτηρίου της Νομικής, του αμφιθεάτρου «Ευρυγένης» και του λεγόμενου μικρού αμφιθεάτρου και ακόμα πιο πολλές στις κοντινές καφετέριες («Θύμησες» και «Πρίγκηπος»). Έτσι φτάσαμε και στην 8η Νοεμβρίου 2005, ημέρα της ορκωμοσίας μας, ημέρα κατά την οποία αρχίσαμε σιγά σιγά να συνειδητοποιούμε πως το όμορφο αυτό ταξίδι μας στο βορρά έφτανε στο τέλος του, συμπαρασύροντας και τα τελευταία χρόνια της ανεμελιάς μας… Οι αξέχαστες, όμως, φιλίες και παρέες που αναπτύχθηκαν παραήταν ισχυρές για να τις κλονίσει ο χρόνος ή η απόσταση. Είτε με τηλεφωνικές επικοινωνίες, είτε με σύντομα ταξίδια (ευκαιρία ψάχνουμε να ανεβαίνουμε στο βορρά και να αισθανόμαστε ακόμα φοιτητές…) καταφέρνουμε να νιώθουμε πως δεν πέρασε ούτε μια μέρα από τότε. Όσοι πάλι από τους απόφοιτους του Αριστοτελείου ζούμε πλέον στην Αθήνα αποκτήσαμε νέο σημείο συνάντησης: τα δικαστήρια, όπου - παρά τους ρυθμούς που η ζωή και η εργασία μας επιβάλλουν – προλαβαίνουμε να σταθούμε δυο λεπτά αναπολώντας τα φοιτητικά μας χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Διαρκώς μάλιστα διαπιστώνουμε πως όλο και περισσότεροι συναπόφοιτοι κατέβηκαν στην Αθήνα είτε για δουλειά είτε για μεταπτυχιακά. Ίσως να μη μας συνδέουν πολλά πράγματα με όλους, μας δένει, ωστόσο, η αγάπη και η νοσταλγία για το Πανεπιστήμιο και την πόλη που μας φιλοξένησε για τέσσερα χρόνια. Οι τυχαίες αυτές συναντήσεις θα συνεχιστούν και οι νοσταλγικές συζητήσεις μας θα μας δένουν για πάντα.
Ελπίζω με έναν από τους συναπόφοιτους, το Γιάννη Κάπο, να συναντηθούμε την προσεχή Κυριακή και Δευτέρα και στην κάλπη.
Γιάννης Καλογριδάκης
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου