Επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης
Του Παναγιώτη Κανελλόπουλου*
Δεκάδες είναι μέχρι σήμερα τα νομοθετήματα που τιτλοφορήθηκαν με τις ελπιδοφόρες έννοιες όπως επιτάχυνση και βελτίωση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες που δημιούργησαν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, αφού το πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης εντείνεται ολοένα.
Πρόσφατα, το αρμόδιο Υπουργείο έφερε προς ψήφιση σχέδιο νόμου υπό τον φιλόδοξο τίτλο «Εξορθολογισμός και Βελτίωση στην Απονομή της Πολιτικής Δικαιοσύνης». Με μια πρώτη ματιά, ένα δικηγορικό μάτι μπορεί να εντοπίσει τις αδυναμίες του σχεδίου που πλέον αποτελεί νόμο του Κράτους. Αδυναμίες που προφανώς για τους συντάκτες του αποτελούν προτερήματα και καινοτομίες, στην πραγματικότητα όμως θα δημιουργήσουν προβλήματα κατά την εφαρμογή του.
Ενδεικτικά αναφέρω:
α) Η υλική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου αυξάνεται μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ από 12.000 που είναι σήμερα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών υποθέσεων θα υπαχθεί στα Ειρηνοδικεία με αποτέλεσμα τη γεωμετρική αύξηση της δικαστηριακής ύλης που θα πρέπει να διεκπεραιώσουν. Είναι γνωστό ότι τα Ειρηνοδικεία είναι οι πλέον υποστελεχωμένες δικαστηριακές μονάδες, με τεράστιες ελλείψεις στις υποδομές και κυρίως στις αίθουσες και στην μηχανοργάνωση. Θέτω, δε, υπόψη ότι με τα σημερινά δεδομένα πολλά περιφερειακά Ειρηνοδικεία της Αττικής δίνουν δικασίμους για το μακρινό 2015.
β) Εισάγεται, πλέον ως θεσμός η ίδρυση Μονομελών Εφετείων. Η έμπνευση αυτή συγκρούεται ευθέως με την λογική του θεσμού του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος είναι η επανάκριση μιας υπόθεσης από ευρύτερη και πλέον καταρτισμένη δικαστική σύνθεση. Επί παραδείγματι, μια απόφαση ενός Ειρηνοδίκη με πολυετή πείρα θα κρίνεται σε δεύτερο βαθμό από ένα και μόνο Πρωτοδίκη με τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία (συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που ήταν Πάρεδρος), δηλαδή με μικρότερη κατά τεκμήριο πείρα από τον εκδόσαντα την εκκαλούμενη απόφαση δικαστή. Περαιτέρω με τα μονομελή Εφετεία χάνεται το πλεονέκτημα της διάσκεψης, δηλαδή της σφαιρικής αντιμετώπισης των νομικών ζητημάτων μέσω της σύνθεσης των απόψεων των δικαστών.
γ) Αμφίβολης συνταγματικότητας είναι η θέσπιση της καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές, δηλαδή στις υποθέσεις όπου ζητείται απλώς η αναγνώριση ή μη του δικαιώματος του ενάγοντος. Η νέα αυτή διάταξη αποκλείει τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες από την δικαστική προστασία, καθώς αυξάνονται αδικαιολόγητα τα δικαστικά έξοδα και μάλιστα σε μια περίοδο οικονομικά δυσχερή σαν αυτή που διανύουμε ως χώρα. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση είναι καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα και μετατρέπει το ύψιστο δικαίωμα της προσφυγής στη Δικαιοσύνη σε υπηρεσία με ανταποδοτικό τέλος.
δ) Τέλος, με τον νέο νόμο δεν θίγεται το φλέγον ζήτημα της καθυστέρησης στην έκδοση των αποφάσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η οκτάμηνη προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως που προβλέπεται αποτελεί «γράμμα κενό», καθώς δεν συνδέεται με ουσιαστικές συνέπειες για τον παραβάτη δικαστή ούτε προβλέπεται ουσιαστικός τρόπος ελέγχου από τα θεσμοθετημένα όργανα επιθεώρησης.
Οσο το Κράτος αποφεύγει να αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα της Δικαιοσύνης, δηλαδή τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, όλα τα νομοθετήματα που αποσκοπούν στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης μέσω της αλλαγής της Δικονομίας, θα είναι καταδικασμένα σε πλήρη αποτυχία.
* Ο κ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι Δικηγόρος Αθηνών.
------------------------------------------------------
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή" (23-7-2011), http://www.ekathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_23/07/2011_450261
Σχόλια
Υποβολή νέου σχολίου